σάρξ, σαρκός

σάρξ, σαρκός
+ N 3 58-15-40-51-51=215 Gn 2,21.23(bis).24; 6,3
flesh, meat (food for men) Dn 10,3 (stereotypical rendition of רשׂב); flesh (of the human body, distinguished from the spirit or life-giving breath) Gn 2,21; body Ex 30,32; male member, penis Ez 23,20; living being Gn 8,17; σάρκες portions of meat, meat Gn 40,19; body 2 Mc 9,9
πᾶσα σάρξ everybody, all humankind Gn 6,12; εἰς σάρκα μίαν to one body (of a married couple) Gn 2,24; σὰρξ καὶ αἷμα flesh and blood, human being (in contrast to God) Sir 17,31; τῶν τῆς σαρκὸς παθῶν the weakness of the flesh 4 Mc 7,18; σὰρξ ἡμῶν ἐστιν he is our flesh, he is our relative Gn 37,27
*Nm 16,22 θεὸς τῶν πνευμάτων καὶ πάσης σαρκός god of the spirits and of all flesh-רשׂב וכל הרוחת אלהי for MT הרוחת אלהי רשׂב לכל god of the spirits of all flesh, see also Nm 27,16; *Hos 9,12 σάρξ μου my flesh-רישׂב for MT ורישׂ/ב when I depart; *Mi 3,3 ὡς σάρκας like meat-ארשׁכ for MT רשׁכא as, like; *Ps 27(28),7 ἡ σάρξ μου my body-רישׂב? for MT ירישׁומ and with my song
see κρέας, σῶμα, χρώς
Cf. BARR 1961 35.37.159(n.1); HARL 1986a, 60-61. 105.106.130; LYS 1983 47-70; 1986 163-204;
SCHARBERT 1972 121-124. 136; SPICQ 1982, 591-602; TOV 1976b, 543-544; →NIDNTT; TWNT

Lust (λαγνεία). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • σαρκός — σάρξ flesh fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σάρκα — η / σάρξ, σαρκός, ΝΜΑ, και αιολ. τ. σύρξ Α 1. το μυώδες μέρος τού σώματος τών ανθρώπων και τών ζώων, το κρέας (α. «στα μέρη όπου λαγωνικά τα δάχτυλα / μυρίζονται τη σάρκα», Ελύτης β. «ἔγκατά τε σάρκας τε καὶ ὀστέα», Ομ. Οδ.) 2. το μέρος αυτό τού… …   Dictionary of Greek

  • ισχνόσαρκος — η, ο (Μ ἰσχνόσαρκος, ον) αυτός που έχει ισχνές σάρκες, λιπόσαρκος, αδύνατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχνός + σαρκος (< σαρξ, σαρκός), πρβλ. λιπό σαρκος, παχύ σαρκος] …   Dictionary of Greek

  • καλόσαρκος — η, ο (Μ καλόσαρκος, ο[ν]) νεοελλ. αυτός που έχει καλή σάρκα, με την έννοια ότι επουλώνονται και θεραπεύονται εύκολα τα τραύματα και οι πληγές του μσν. αυτός που έχει ωραία σάρκα, εύσαρκος, καλοκάμωτος, καλοσχηματισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * +… …   Dictionary of Greek

  • κατάσαρκος — η, ο (Α κατάσαρκος, ον) νεοελλ. αυτός που φοριέται πάνω ακριβώς από τη σάρκα αρχ. πολύ σαρκώδης, παχύσαρκος. επίρρ... κατάσαρκα (Μ κατάσαρκα) ακριβώς πάνω από τη σάρκα τού σώματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + σαρκος (< σάρξ, σαρκός), πρβλ. έν… …   Dictionary of Greek

  • κενόσαρκος — κενόσαρκος, ον (Μ) αυτός που δεν έχει επαρκή σάρκα, που είναι πολύ αδύνατος, λιπόσαρκος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεν(ο) * + σαρκος (< σάρξ, σαρκός), πρβλ. λευκό σαρκος, μαλακό σαρκος] …   Dictionary of Greek

  • λεπτόσαρκος — η, ο (AM λεπτόσαρκος, ον) αυτός που έχει λεπτές σάρκες, αδύνατος, ισχνός, λιπόσαρκος μσν. αυτός που έχει λεπτό φλοιό. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο) * + σαρκος (< σάρξ, σαρκός), πρβλ. απαλό σαρκος, λευκό σαρκος] …   Dictionary of Greek

  • λινόσαρκος — λινόσαρκος, ον (Α) αυτός που έχει σώμα λευκό και απαλό, απαλόσαρκος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + σαρκος (< σάρξ, σαρκός), πρβλ. απαλό σαρκος, λιπό σαρκος] …   Dictionary of Greek

  • περίσαρκος — ον, Α πολύσαρκος, σαρκώδης, κρεατωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + σαρκος (< σάρξ, σαρκός), πρβλ. ά σαρκος, κατά σαρκος] …   Dictionary of Greek

  • περισσόσαρκος — ον, Μ αυτός που έχει περιττές σάρκες, ο υπερβολικά πολύσαρκος, σωματώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < περισσός + σαρκος (< σάρξ, σαρκός), πρβλ. λιπό σαρκος, μικρό σαρκος] …   Dictionary of Greek

  • μικρόσαρκος — μικρόσαρκος, ον (Α) αυτός που έχει λίγο κρέας, λίγη σάρκα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο) * + σαρκος (< σαρξ, σαρκός), πρβλ. λιπό σαρκος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”